08 Οκτωβρίου 2011
Το φράγμα
Μια φορά και έναν καιρό σε έναν όμορφο πλανήτη του απέραντου σύμπαντος, όπου για πολλά χρόνια επικρατούσε στους κατοίκους του ένα κλίμα αισιοδοξίας, ήρθε η καταχνιά.
Όλα πριν φαινόταν όμορφα.
Τα πουλιά κελαηδούσαν και το τραγούδι τους έφτανε στα πέρατα της οικουμένης. Τα γάργαρα νερά των ποταμιών έρρεαν προς τις μεγάλες λίμνες και τις βαθιές καταγάλανες θάλασσες, όπου και μέσα σε αυτές ο δικός τους κόσμος ζούσε λένε σε αρμονία. Το μεγάλο ψάρι είχε πάψει να τρώει το μικρό. Επίσης στα μεγάλα δάση και τις πυκνές ζούγκλες οι οποίες παρείχαν το απαραίτητο οξυγόνο για όλο το οικοσύστημα, το λιοντάρι είχε πάψει να είναι ο κυρίαρχος και μοιραζόταν το φαγητό με την γαζέλα που τύχαινε να περνάει από μπροστά του.
Αλλά και στην ανθρώπινη κοινωνία αυτού του πλανήτη τα πάντα είχαν αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Οι πόλεμοι ξαφνικά σταμάτησαν, η φτώχεια σε όλα τα μέρη του πλανήτη εξαφανίστηκε, όλοι είχαν την δυνατότητα για ανεμπόδιστη πρόσβαση στην γνώση χωρίς κανέναν φραγμό. Επίσης πλούσιοι και φτωχοί ήταν, λέει, ίσοι και τίποτα δεν είχαν να χωρίσουν, ακόμα και την ζωή τους λέει μπορούν να καθορίσουν γιατί έχουν το «διευθυντικό» δικαίωμα. Κατά έναν παράξενο τρόπο ζούσαν όλοι καλά. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ήταν αλλιώς τα πράγματα, αφού κάποιοι κακοί που υπήρχαν τα παλιότερα χρόνια είχαν απομακρυνθεί αλλά και απομονωθεί ως ξεπερασμένοι και ξεχασμένοι ακόμα και από την ιστορία και τώρα κυκλοφορούν μόνο ως φαντάσματα του παρελθόντος που προσπαθούν ματαίως να στοιχειώσουν τον όμορφο αυτόν κόσμο όπου το πλαστικό χρήμα κυριαρχεί και αυτοί οι χρυσοί και καλοί άνθρωποι των τραπεζών το δίνουν απλόχερα και οι ανόητες ιδέες περί κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και απελευθέρωσης ακούγονται σαν παραφωνίες από ανθρώπους δειλούς που δεν θέλουν να δουν αλλά και να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα.
Τι ήταν όμως αυτό που άλλαξε ξαφνικά στον όμορφο και αγγελικά πλασμένο κόσμο; Η είδηση ήρθε από τον μεγάλο τελάλη.
Κινδύνευε λέει να σπάσουν τα πέντε μεγάλα φράγματα νερού στα ψηλότερα βουνά που υπήρχαν σε ισάριθμες περιοχές του πλανήτη. Αυτά τα φράγματα συγκέντρωναν από τα έγκατα της γης όλο το νερό που απαιτούνταν να μοιραστεί για να ζήσουν όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα. Ο καθένας έπαιρνε μισό λίτρο νερού, την ώρα που στο φράγμα έπεφταν εκατό για τον καθέναν.
Το περίσσευμα λοιπόν αυτό ήταν η αιτία να μην μπορούν τα φράγματα να αντέξουν την πίεση και ήταν ορατός πλέον ο κίνδυνος να σπάσουν. Τι θα γινόταν τότε; ποιό θα ήταν το μέλλον; Αναρωτιόταν όλοι σε κάθε πόλη και χωριό και έτρεξαν όλοι στους αρμόδιους διαχειριστές του νερού της κάθε περιοχής.
Οι σοφοί λοιπόν εδώ και έναν χρόνο άρχισαν τις συσκέψεις. Οι προβληματισμοί για το μέλλον και την σωτηρία του πλανήτη ήταν έντονοι. Τα πορίσματα των συσκέψεων παραδίδονται στους τελάληδες και αυτοί με την σειρά τους τα μεταδίδουν στα πόπολα όπως οι σοφοί χαρακτηρίζουν τους κατοίκους του πλανήτη.
Κατά την διάρκεια των συσκέψεων οι αντιπαραθέσεις ήταν έντονες. Οι συζητήσεις γινόταν συνήθως παράλληλα με μεγάλο φαγοπότι στην τραπεζαρία με τους χρυσούς πολυελαίους, τους πανέμορφους πίνακες οι οποίοι στόλιζαν τους τοίχους και το μεγάλο τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονταν τακτοποιημένα τα πορσελάνινα πιάτα και στοιχισμένα δίπλα τους τα ασημένια μαχαιροπίρουνα στην άκρη τους στολισμένα με ένα μικρό διαμάντι.
Οι λύσεις του προβλήματος άρχισαν να πέφτουν στο τραπέζι. Κάποιοι διατύπωσαν την άποψη να πεταχτεί το περίσσευμα σε άλλη περιοχή του πλανήτη. Άλλοι είπαν να αφήσουν το φράγμα να σπάσει και οι σοφοί να μεταναστεύσουν σε άλλον πλανήτη.
Τελικά πήραν την σωστή απόφαση. Να μειώσουν το ποσό του μισού λίτρου που αναλογεί στα πόπολα, για να δουν πώς θα αντιδράσουν γιατί και αυτό θα τους είναι άχρηστο αφού θα πνιγούν, όταν θα σπάσει το φράγμα και θα πλημμυρίσουν οι κάμποι. Να φτιάξουν μια μεγάλη κιβωτό στα αμπάρια της οποίας θα αποθηκεύσουν πολύ νερό για όλους τους σοφούς διαχειριστές του νερού και να σχεδιάσουν μια κρουαζιέρα στις μεγάλες λίμνες που θα δημιουργηθούν μέχρι να απορροφηθούν τα νερά. Παράλληλα να φτιάξουν μια νησίδα η οποία θα είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να μην μπορεί να πλημμυρίσει . Πάνω σε αυτή την νησίδα θα τοποθετήσουν τους πιο πιστούς από τους υπηρέτες για να σπρώξουν την κιβωτό όταν προσαράξει, αλλά και να ανοίξουν την πόρτα και να στηρίξουν την σκάλα όταν κατέβουν οι πρωτοπόροι της ιδέας.
Όλοι άρχισαν να χειροκροτούν, να ζητωκραυγάζουν και να πετάνε τα καπέλα τους στον αέρα για την καταπληκτική ιδέα .Τότε ένας γέρο σοφός ο οποίος καθόταν απομονωνόμενος σε μια γωνία της τραπεζαρίας πήρε τον λόγο και τους είπε: Αντί να κάνουμε όλα αυτά που προτείνετε γιατί δεν δίνουμε το περίσσευμα νερού στον λαό και έτσι όσο νερό θα πέφτει στο φράγμα τόσο θα καταναλώνεται άρα αυτό δεν θα σπάσει και όλοι θα χορτάσουν νερό.
Τότε έγινε ο χαμός ,τον κατηγόρησαν για οπισθοδρομικό και ότι δεν δέχεται τον εκσυγχρονισμό της τεχνολογίας η οποία θα φτιάξει μια σύγχρονη κιβωτό αλλά και το ποιο σημαντικό της κατάπτυστης αυτής πρότασης είναι ότι θα στερήσει την χαρά στους υπηκόους που θα ζήσουν, να δουν από κοντά τους σοφούς όταν θα τους στρώνουν το κόκκινο χαλί για να πατήσουν τα ευαίσθητα πόδια τους στην σκάλα της κιβωτού.
Μετά από όλα αυτά έδιωξαν τον γέρο σοφό μιας και είπε τέτοιες ασυναρτησίες αλλά και γιατί ήταν αξύριστος. Δώσανε εντολή στους μεγάλους τελάληδες να βγάλουν διάγγελμα και να το κοινοποιήσουν στους κατοίκους του πλανήτη ως χαρμόσυνη είδηση. Επίσης να διοργανώσουν μια μεγάλη γιορτή των σοφών η οποία θα λάβει χώρα στον μεγάλο πύργο πάνω στην κορυφή του βουνού. Στην εκδήλωση θα γίνει και χορός με πλούσιο μπουφέ και άφθονη σαμπάνια. Φυσικά θα είναι προσκεκλημένα όλα τα πόπολα τα οποία θα τον παρακολουθήσουν από το απέναντι ψηλό βουνό.
Ήταν όμως άτυχος γιατί στο πρώτο χωριό που πέρασε επικρατούσε ησυχία. Όλοι οι κάτοικοι του ήταν προσηλωμένοι και αφοσιωμένοι μπροστά στην τηλεόραση η οποία εκείνη την ώρα μετέδιδε μια εκπομπή μαγειρικής αλλά και έναν αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ της τοπικής τους ομάδας και εκείνους τους ακατανόμαστους γείτονές από ένα κοντινό χωριό και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για να το χάσουν.
Χτύπησε την μια πόρτα, χτύπησε την άλλη, αλλά κανένας δεν τον άκουγε, κανένας δεν τον άνοιγε αλλά και αυτοί που τον έβλεπαν έτσι γέρο και αξύριστο με τη γενειάδα απεριποίητη τον περιφρονούσαν. Κόντευε σχεδόν να απογοητευθεί όταν άκουσε φωνές από ένα καφενείο στην άκρη του χωριού. Πάει προς τα εκεί και βλέπει πέντε ανθρώπους να μαλώνουν για τα νέα που άκουσαν από τον τελάλη ο οποίος είχε περάσει πριν από τον γέροντα. Ο λόγος που τσακώνονταν ήταν για το ποιος θα μείνει στην νησίδα των σοφών διαχειριστών. Τότε τους σταματάει και τους λέει την πρόταση του.
Ξαφνικά έπεσε βαθειά σιωπή, κανένας δεν μιλούσε και αυτό κράτησε κάμποση ώρα. Ο γέρος κάθισε και τους κοιτούσε. Τότε ένας από τους θαμώνες άρχισε να χαμογελάει και το χαμόγελο μετατράπηκε σε δυνατό γέλιο ,γελούσε μόνος αλλά σε λίγο άρχισε να γελάει και ο άλλος και μετά ο άλλος και ο άλλος. Το γέλιο των πέντε ήταν τόσο δυνατό που τους άκουσαν οι κάτοικοι από το απέναντι σπίτι οι οποίοι βγήκαν έξω για να διαμαρτυρηθούν ,αλλά σε λίγο βλέποντας τους άρχισαν και αυτοί να γελάνε. Τους άκουσαν οι γείτονες από το διπλανό σπίτι και ακολούθησαν και! αυτοί, ώσπου όλο το χωριό γελούσε. Μέσα από το πολύ γέλιο κάποιος πήρε έναν ζουρνά και άρχισε να χορεύει και τότε όλοι πιάστηκαν στο χορό. Χόρευαν όλοι μικροί και μεγάλοι νέοι και γέροι για πολύ ώρα ώσπου δίψασαν και πράγματι δίψασαν πολύ. Τότε ήταν η στιγμή που τα μάτια έστρεψαν και σταθεροποιήθηκαν προς το φράγμα, το είδε αυτό ο γέρος σοφός και τράβηξε προς τα εκεί.
ΚΑΠΕΤΑΝ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ