Γνωρίζοντας τον εαυτό μου
Μια μέρα σαν τις άλλες, ένα μικρό καθρεφτάκι άρχισε να αναρωτιέται γιατί να είναι όλοι μεταξύ τους ίδιοι. Ακόμη και στην καθημερινότητα, αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα οι καθρέφτες γιατί δεν είχαν καν όνομα. Το όνομά για όλους ήταν κοινό, “καθρέφτης”… Πώς να συνεννοηθούν και πώς να καταλάβουν ποιος είναι ο καθένας και για ποιον άλλον καθρέφτη μιλούν όταν όλοι είναι ίδιοι; Εκείνος τελικά, ποιος ήταν?
Το ερώτημα αυτό όλο και μεγάλωνε μέσα του μέχρι που δεν μπόρεσε να κάνει άλλο από να το ψάξει να βρει απάντηση. Ποιος ήταν;
Ρώτησε τους γονείς του και του είπαν πως ήταν ότι και εκείνοι, καθρέφτες. Τον συμβούλεψαν να μην ψάξει παραπάνω. Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία, εκείνοι ήξεραν είπαν…
Ρώτησε τους παππούδες του και εκείνοι του απάντησαν πως ήταν γυαλί και σκοτάδι και δεν χρειάζεται να ψάξει τίποτα άλλο γιατί εκείνοι, είπαν, ήξεραν…
Το μικρό μας καθρεφτάκι όμως, ήξερε κι αυτό πως ούτε οι γονείς, μα και οι παππούδες ήξεραν…
Άρχισε να ψάχνει απάντηση στο ερώτημά του έξω από την οικογένεια, στους φίλους, στους γνωστούς, στον κάθε καθρέφτη που συναντούσε μπροστά του. Και μόλις συναντούσε έναν, τον ρωτούσε με αγωνία “Ποιος είμαι;”
Οι υπόλοιποι καθρέφτες του έλεγαν, κοίτα μέσα μου και δες τον εαυτό σου, αυτό είσαι!
Κοίταζε το καθρεφτάκι μας, και πράγματι έβλεπε το είδωλό του. Η εικόνα όμως δεν ήταν καθαρή, μαζί με τον εαυτό του έβλεπε και τον αντικατοπτρισμό του άλλου καθρέφτη στην δική του επιφάνεια. Και όσο προσπαθούσε να δει καλύτερα, τόσο η εικόνα θάμπωνε γιατί τα είδωλα μπερδεύονταν μεταξύ τους.
Πήγε σε μακρινά χωριά για να συναντήσει άλλους καθρέφτες μήπως και εκείνοι μπορούσαν να του δώσουν απάντηση. Στο ταξίδι του συνάντησε καθρέφτες κάθε λογής, στρογγυλούς, με κορνίζες, μεγάλους, μικρούς, κανείς όμως δεν μπόρεσε να τον πείσει ότι η εικόνα ήταν πραγματική. Ή οι καθρέφτες δεν ήταν καθαροί ή αυτός δεν έβλεπε καθαρά μέσα από εκείνους.
Ταξίδεψε κι άλλο μέχρι που έφτασε στις όχθες μιας λίμνης. Έσκυψε να πιει νερό να ξεδιψάσει και της είπε το πρόβλημά του. Ξαφνιάστηκε όταν η λίμνη του μίλησε, δεν ήξερε πως η φύση μιλά. Νόμιζε πως αυτό το κάνουν μόνον οι καθρέφτες. Η λίμνη του είπε με φωνή γεμάτη στοργή, να κοιτάξει στο βάθος της και να θυμηθεί το μήνυμα. Δεν ήξερε σε ποιο μήνυμα αναφερόταν, μπορούσε όμως να κοιτάξει μέσα της και έτσι έκανε.
Το καθρεφτάκι χάρισε στην λίμνη τα δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης του. Έτσι η λίμνη θα είχε ακόμη περισσότερο νερό για να βοηθήσει και τους υπόλοιπους καθρέφτες που μπορεί να έφταναν σε αυτήν.
«Λίμνη, τώρα βλέπω, σε ευχαριστώ! Τώρα ξέρω πως οι καθρέφτες που συνάντησα με βοήθησαν να δω την επιφάνειά μου για να φτάσω τελικά σε εσένα και να αντιληφθώ το βάθος σου ώστε μέσα του να δω πως έχω κι εγώ βάθος». Εκείνη τη στιγμή το καθρεφτάκι θυμήθηκε πως πριν καιρό του είχε κάποιος ψιθυρίσει στον ύπνο του μια φράση, έναν γρίφο, που είχε από καιρό ξεχάσει. Του είχε πει «Μπες στο δωμάτιο που δεν έχει πόρτα και δες εκεί που δεν υπάρχει φως αν θες απάντηση να βρεις…».
«Τώρα, καλή μου λίμνη, ξέρω! Μέσα στον γυάλινο εαυτό μου, μέσα στο βάθος που δεν ήξερα πως είχα, έχω κι εγώ καρδιά. Εκεί πρέπει να μπω για να μάθω ποιος είμαι. Κι αν δεν έχει πόρτα, θα φτιάξω μία. Κι αν δεν έχει φως, θα γίνω φως εγώ και θα την φωτίσω.
Σε ευχαριστώ, καλή μου Λίμνη…