Η κυρα-Μιζέρια και ο Θάνατος
«Μια φορά κι έναν καιρό, λένε, ζούσε σ΄ έναν τόπο μια γριά που τα ΄χε τα χρονάκια της. Μοναδική της συντροφιά είχε μια αχλαδιά που μεγάλωνε κοντά στην πόρτα της καλύβας της. Ο κόσμος την φώναζε “κυρα-Μιζέρια”. Τα παιδιά της γειτονιάς της πήγαιναν και την κορόιδευαν και σαν ερχόταν η εποχή που τα αχλάδια ωρίμαζαν, ανέβαιναν στην αχλαδιά και της έκλεβαν τα φρούτα! Η γριά τα κυνηγούσε και τα μάλωνε, αλλά πού να τα βγάλει πέρα μαζί τους!..
Στο τελείωμα μιας μέρας, εκεί που η γριά καθόταν στην αυλή κάτω απ΄ την αχλαδιά της, ένας ταξιδιώτης σταμάτησε μπροστά στην καλύβα της. Την ρώτησε αν θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει για τη νύχτα που ερχόταν.
Η γριά είπε στον ταξιδιώτη: “Έλα μέσα, ξένε. Κάπου θα βρω να σου στρώσω”.
Όταν ξημέρωσε κι ετοιμάστηκε να φύγει, γύρισε προς το μέρος της γριάς και της είπε: “Γριά, για το καλό που μου έκανες ζήτησέ μου οτιδήποτε θελήσεις και η επιθυμία σου θα πραγματοποιηθεί”. Η κυρα-Μιζέρια είπε: “Έχω μονάχα μία επιθυμία. Θέλω όποιος σκαρφαλώνει πάνω στο δέντρο μου, να κολλάει και να μην μπορεί να κατέβει αν δεν του πω εγώ”…
Πέρασε ο καιρός και τα αχλάδια φάνηκαν να κρέμονται απ΄ τα κλαδιά του δέντρου κι άρχισαν να βαραίνουν ωριμάζοντας. Τα παιδιά της γειτονιάς- όπως το ΄χανε συνήθειο, φάνηκαν ξανά στην αυλή της γριάς, σκαρφάλωσαν πάνω στο δέντρο, έφτασαν μέχρι την κορφή του, έκοψαν τα φρούτα μα, σαν πήγαν να κατέβουν, δεν μπορούσαν! Ύστερα από πολλά παρακάλια η γριά δέχτηκε να τα αφήσει να κατέβουν απ΄ το δέντρο, αλλά με την υπόσχεση ότι δεν θα την ξαναενοχλούσαν ποτέ πια… Κύλησαν οι μέρες κι ένα σούρουπο, εκεί που η κυρα-Μιζέρια καθόταν κάτω απ΄ την αχλαδιά της, είδε να έρχεται κάποιος ταξιδιώτης απ΄ τον δρόμο.
Τα ποδάρια του λες και δεν πάταγαν στη γη, το ρούχο του γιομάτο τρύπες και κουρέλια, το πρόσωπό του σκοτεινό- μάτια δεν έβλεπες. Πλησίασε και στάθηκε μπροστά στην καλύβα της γριάς.
Η κυρα-Μιζέρια, σαν τον είδε, τον ρώτησε: “Παιδάκι μου τίνος είσαι εσύ; Δεν σε ξέρω, τι ζητάς στα μέρη μας;”. Εκείνος αποκρίθηκε: “Γριά, είμαι ο Θάνατος και ήρθα να σε πάρω”.
Η γριά σαν τ΄ άκουσε απάντησε: “Αχ παλικάρι μου! Να ΄ξερες πώς σε περιμένω! Μα, μήπως μπορείς να μου κάνεις μια τελευταία χάρη; Δεν σκαρφαλώνεις λιγάκι στην αχλαδιά να κόψεις κάμποσα αχλάδια για τον δρόμο να ΄χουμε να τρώμε;”. Ο Θάνατος ξεγελάστηκε και σκαρφάλωσε πάνω στο δέντρο να κόψει τα αχλάδια. Μάζεψε όσα μάζεψε, γέμισε το σακούλι του, πάει να κατέβει, μα πού!
Τα χρόνια πέρασαν και δεν πέθανε κανένας πια σ΄ αυτόν τον κόσμο. Οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί, οι παπάδες, οι νεκροθάφτες άρχισαν να παραπονιούνται. Έχαναν τις δουλειές τους και πεινούσαν. Εκτός απ΄ αυτό, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν παραγεράσει, έφτασαν στα τελευταία τους και ένιωθαν κουρασμένοι από τη ζωή. Ήταν έτοιμοι για το ταξίδι στον άλλο κόσμο και περίμεναν την ώρα του λυτρωμού. Μα πού ο Θάνατος; Ήταν κολλημένος στην αχλαδιά της γριάς!
Όταν έφτασαν όλα αυτά στ΄ αυτιά της κυρα-Μιζέριας, γυρίζει και του λέει: “Θάνατε, δεν μου λες, άμα σ΄ αφήσω να κατέβεις θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξανάρθεις ποτέ να με πάρεις;”.
Το σκέφτηκε καλά ο Θάνατος. Είδε και τη δουλειά που είχε μαζευτεί, τι να κάνει; “Μια ψυχή λιγότερη τι αξία έχει; Μια παλιόγρια είναι του λόγου της”, σκέφτηκε…
Από τότε ο Θάνατος έρχεται και φεύγει σε τούτο τον κόσμο και κάθε φορά παίρνει πλούσιους, παίρνει φτωχούς, παίρνει άντρες και παίρνει γυναίκες, καμιά φορά ξεχνιέται και παίρνει και παιδιά, παίρνει δυνατούς και παίρνει και αδύνατους.
Μα η κυρα-Μιζέρια από τότε, λένε, μένει για πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους…».