περί κοινωνικού σχολίου
Μια γυναίκα κουτσομπόλευε με τις φίλες της έναν άνδρα γείτονα τους, που μετά βίας γνώριζαν. Την ίδια νύχτα η γυναίκα, είδε ένα όνειρο: Ένα θεόρατο χέρι εμφανίστηκε επάνω από το κεφάλι της, δείχνοντάς την επικριτικά.
Αμέσως καταλήφθηκε από ένα αδυσώπητο αίσθημα ενοχής.
Την επόμενη μέρα πήγε να εξομολογηθεί. Βρήκε έναν ηλικιωμένο πνευματικό της ενορίας της και του εξιστόρησε τα καθέκαστα: «Είναι αμαρτία το κουτσομπολιό;» τον ρώτησε. «Ήταν το επικριτικό χέρι του Θεού, αυτό που με σημάδευε; Πρέπει να ζητήσω συχώρεση πάτερ; Έκανα κάτι κακό;»
«Ναι,» απάντησε ο ιερωμένος. «Ναι, διέδωσες ψεύδη για το γείτονά σου. Έπαιξες άσκοπα με την υπόληψή του και θα ʽπρεπε βαθιά να μετανοείς».
Η γυναίκα δήλωσε μετανιωμένη και ζήτησε συχώρεση.
«Όχι τόσο γρήγορα,» απάντησε ο παπάς. «Θέλω να γυρίσεις σπίτι σου, να πάρεις ένα μαξιλάρι και να ανέβεις στη στέγη του σπιτιού σου∙ εκεί, θέλω να ξεκοιλιάσεις το μαξιλάρι με ένα μαχαίρι κι έπειτα να γυρίσεις πάλι εδώ».
Η γυναίκα γύρισε σπίτι της, πήρε ένα μαξιλάρι από το κρεβάτι της κι ένα μαχαίρι από την κουζίνα, ανέβηκε στη στέγη του σπιτιού της και το μαχαίρωσε.
Έπειτα γύρισε στον ιερωμένο.
-Έσχισες το μαξιλάρι όπως σου ζήτησα; τη ρώτησε εκείνος.
-Ναι, πάτερ.
-Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
-Πούπουλα, απάντησε εκείνη, πούπουλα παντού! Η γειτονιά μας, γέμισε με πούπουλα!
-Τώρα θέλω να γυρίσεις πίσω και να τα μαζέψεις όλα, ένα-ένα.
-Μα αυτό δε μπορεί να γίνει. Δε ξέρω που κατέληξαν. Ο άνεμος τα παρέσυρε μακριά και τα σκόρπισε παντού.
-Έτσι ακριβώς, είπε ο ιερωμένος, συμβαίνει και με το κουτσομπολιό.