27 Οκτωβρίου 2011
Oτι σπέρνεις θερίζεις…
Μια φορά κι έναν καιρό, αφού αρέσουν σε όλους μας τα παραμύθια που αντανακλούν την όποια αλήθεια τους στη ζωή, ήταν ένας ώριμος άντρας που παντρεύτηκε μια ώριμη κι όμορφη γυναίκα, στην πιο όμορφη ακόμα, πόλη τους.
Την παντρεύτηκε στα γρήγορα χωρίς να εξετάσει και πολλά -πολλά, επειδή του άρεσε πολύ σαν γυναίκα, και πλανεύτηκε από τα γλυκά της μάτια, χωρίς να την έχει γνωρίσει πρωτύτερα, αλλά με τη βεβαιότητα ότι η εξωτερική ομορφιά της αντανακλούσε και την εσωτερική.
Ο πρώτος καιρός κύλησε γλυκά, μέσα στα μέλια και τις τρυφερότητες του Υμέναιου με γέλια και χαρές και γλέντια. Όταν ήρθε η ώρα της συνεννόησης και της επικοινωνίας του ζευγαριού, της βαθύτερης γνωριμίας τους, των σχέσεών τους που μόλις άρχιζαν μέσα στο γάμο, των συζητήσεών τους και των αποφάσεων για τα σχέδιά τους στο τώρα και στο μέλλον, αλλά και στις απλές κουβέντες τους κάτω απ’ την κληματαριά με το καφέ και τα κουλουράκια, ο άντρας άρχισε να αισθάνεται παράξενα και να καταλαβαίνει κάποια πράγματα , που πριν δεν είχε ούτε υπολογίσει αλλά ούτε και φανταστεί.
Είχε την εντύπωση πως η γυναίκα του, δεν είχε ανοιχτή την καρδιά της για να φανερώνει τις προθέσεις και τη σκέψη της, αλλά περίμενε εκείνον που ήταν ανοιχτός και ανοχύρωτος να πει όσα ήθελε, να τα επεξεργαστεί και να τα αξιοποιήσει κατά τη δική της θέληση, χωρίς ποτέ να δεσμευτεί για την άποψη τη δική της. Σιγά-σιγά αποκάλυπτε ο άντρας, που απλά και άμεσα μιλούσε για όλα, πως η γυναίκα του είχε μια τακτική καπατσοσύνης εμπόρου, που ήθελε όλα να τα εκμεταλλεύεται να τα «τακτοποιεί» και να επιβάλλει το δικό της.
Όταν έκανε λάθη και τα γεγονότα την στρίμωχναν μέσα από τη συζήτηση με τον άντρα της να τα παραδεχθεί, εκείνη όχι μόνο απέφευγε να δει και να παραδεχθεί τα λάθη της για να απαλυνθεί η οικογενειακή ατμόσφαιρα, αλλά έβρισκε κάτι ανώδυνο γι αυτήν μέσα από τη συζήτηση, για να στρέψει αλλού την κουβέντα και έτσι να αποφύγει να σταθεί μπροστά στα λάθη της. Ο άντρας, τής έλεγε συχνά, πώς όποιος παραδέχεται τα λάθη του και μαθαίνει απ’ αυτά, στέκεται πιο ψηλά σαν άνθρωπος. Εκείνη όμως, όρθωνε ένα τείχος για να κρύψει τον μέσα εαυτό της και παράλληλα ήθελε να τα έχει όλα ανοιχτά και ξεκάθαρα από τον άντρα της, για να τα διαχειρίζεται αυξάνοντας την εξουσία της, που ήταν περιττή με τέτοιον άντρα. Στις επίμονες συζητήσεις τους για ένα θέμα, όπου ο ένας προσπαθούσε να δείξει την αλήθεια του στον άλλον, εκείνη, όταν δεν είχε πιθανότητες να επιβάλλει το δικό της, άλλαζε τακτική. Έκανε προκλητικά το άσπρο μαύρο και είχε αστείρευτες αντοχές να ανακυκλώνει άσχετα με το θέμα πράγματα, να συζητάει μέχρι το πρωί, ποντάροντας στην κόπωση του άντρα. Ο άντρας απογοητευμένος πια, αναρωτιόταν γιατί ήταν απαραίτητα όλα αυτά, αφού η συνεννόηση μπορούσε να είναι απλή και άμεση. Γιατί γίνονταν όλα τόσο δύσκολα, αφού η ευκολία της επικοινωνίας και της συνύπαρξής τους ήταν μπροστά τους. Ήλπιζε όμως ότι ο χρόνος κάτι θα καλυτέρευε. Κάτι θα απάλυνε για να κάνει πιο υποφερτή τη ζωή τους.
Όμως, στο διάβα του χρόνου, ο άντρας έπρεπε να μάθει να δέχεται το ψέμα για αλήθεια και την αλήθεια για ψέμα. Να δέχεται ό,τι ήθελε η γυναίκα του να επιβάλλει, ακόμα και το πιο παράλογο. Σκέφτονταν: Ακόμα κι αν είχε από την πρότερη ζωή της λόγους, να συμπεριφέρεται έτσι, τώρα δεν έχει πια αφού εγώ είμαι ανοιχτός άνθρωπος και διόλου ανταγωνιστικός. Η ανάγκη του να βρίσκει η κουβέντα τους διέξοδο και συμπέρασμα λογικό, χωρίς όμως να γίνεται πραγματικότητα κάτι τέτοιο, τον είχε ρίξει σε βαθιά θλίψη.
Η αφορμή, της αρχής του τέλους της οικογενειακής τους ζωής, αφού οι αιτίες είχαν πια συσσωρευτεί, ήταν το παρακάτω περιστατικό:
Ένα πρωινό της είπε: Πάω ν΄αγοράσω δυο καινούρια δρεπάνια να θερίσω τα στάχια, γιατί τα παλιά χάλασαν. Μα τα στάχια με το ψαλίδι τα θερίζουν, του είπε η γυναίκα. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του. Ταράχτηκε μα έδωσε τόπο στην οργή και κίνησε για την αγορά. Το βράδυ της είπε πάλι: Πήρα τα δρεπάνια για να θερίσω. Έκανες πολύ άσχημα του είπε εκείνη. Σου είπα ότι με το ψαλίδι θερίζουν και ψαλίδι έχουμε. Ο άντρας έξαλλος, την άρπαξε και την κλείδωσε στην αποθήκη με το σανό. Την άλλη μέρα το πρωί της άνοιξε και την ρώτησε: Με τι θερίζουμε τα στάχια; Με το ψαλίδι, απάντησε εκείνη. Τα μάτια του θόλωσαν αλλά δεν απάντησε. Το μεσημέρι, την έβαλε πάνω στο άλογο και την πήγε στη θάλασσα. Την έριξε μέσα και ήταν έτοιμος να βουτήξει και κείνος να τη βγάλει αν του έδειχνε πως άλλαξε γνώμη. Η γυναίκα όμως που δεν ήξερε να κολυμπά, ενώ βυθιζόταν και πνιγόταν, πρόλαβε να βγάλει το χέρι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και ανοιγοκλείνοντας τα δυο δάχτυλα, του έδειξε ότι θερίζουν με το ψαλίδι….